επιμερίζομαι

επιμερίζομαι
επιμερίζομαι, επιμερίστηκα, επιμερισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιμερίζω — (AM ἐπιμερίζω) χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω μσν. μέσ. ἐπιμερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλον αρχ. 1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά 2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος 3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά 4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”